Όταν νομοθετεί η λαϊκή οργή το Κράτος Δικαίου ηττάται

Κάθε φορά που ένα βίαιο αδίκημα που επισύρει πολυετή  κάθειρξη έρχεται στο προσκήνιο, με ιδιαζόντως ειδεχθή χαρακτήρα που άπτεται των εννόμων αγαθών της ζωής, της γενετήσιας ελευθερίας και της ανηλικότητας, ταράζονται τα θεμέλια της κοινωνικής ειρήνης καθώς αναπόδραστα διεγείρουν το θυμικό των πολιτών, βάλλουν κατά του αισθήματος ασφάλειας και διχάζουν την κοινωνία σε δύο στρατόπεδα όσον αφορά την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα της αντεγκληματικής πολιτικής.

Άσχετα με την ουσιαστική, νομική και εγκληματολογική προσέγγιση του ιστορικού γεγονότος, πάντοτε κοινός παρονομαστής για κάθε τέτοιο αδίκημα είναι η αμφισβήτηση, ο χλευασμός και η επίθεση του ανώνυμου πλήθους, αναγνωστών, θεατών και ακροατών  στον θεσμό της δικαιοσύνης και τους λειτουργούς της.

Η αποστροφή και τα αισθήματα μίσους, οργής και εκδίκησης που προκαλεί στον πολίτη – αποδέκτη, η είδηση ενός ειδεχθούς αδικήματος σε συνδυασμό με την μόνιμη αμφισβήτηση των θεσμών της Πολιτείας, προκαλεί χείμαρρο παραπληροφόρησης στα social media που ως θρυαλλίδα κοινωνικής αναταραχής, συντελεί στο να αναπτύσσονται δημοσιογραφικά παραληρήματα συγκεχυμένης πολιτικής, κοινωνικής και νομικής υπερβολής που συχνά στερούνται έγκυρου και αξιόπιστου επιστημονικού ερείσματος.

Αυτό το φαινόμενο συνδυάζεται δυστυχώς, με μια ανεξήγητη  υποχωρητικότητα από μέρους της πολιτείας προς την κατεύθυνση της ευκαιριακής και παρορμητικής νομοθετικής πρωτοβουλίας, λησμονώντας τον εγγυοδοτικό της και θεσμικό της ρόλο, ως το μόνο νομοθετικό και δικαιοδοτικό όργανο. Αυτή η υποχωρητικότητα απότοκη μιας απαράδεκτα φοβικής νοοτροπίας δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη αισθημάτων εκδίκησης στην λογική της ανταποδοτικότητας του προκληθέντος κακού αντίθετα με την λογική της τιμωρίας και του σωφρονισμού.

Θύμα αυτής της στρεβλής κοινωνικής παθογενούς συμπεριφοράς είναι για άλλη μια φορά ο νέος Ποινικός Κώδικας και ειδικά α) ο θεσμός της υφ’ όρων απόλυσης των καταδικασθέντων και β) η διαζευκτική πρόβλεψη ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης στα αδικήματα που παλαιότερα προέβλεπαν μόνο ισόβια κάθειρξη. Οι εξαγγελίες του αρμόδιου Υπουργού επικεντρώνονται στην αυστηροποίηση της πρόωρης απόλυσης υπό όρους και την ίδια ώρα διαβάζουμε άρθρα υπέρ της κατάργησης της διαζευκτικής πρόβλεψης της πρόσκαιρης κάθειρξης.

Το πρώτο ζήτημα που τίθεται είναι η αυστηροποίηση της διάταξης σχετικά με την υφ’ όρων απόλυση. Η υφ’ όρων απόλυση αποτελεί θεμέλιο του δικαιοκρατικού μας συστήματος και ως αποτέλεσμα εξέλιξης του ισχύοντος σωφρονιστικού νομοθετικού πλαισίου, παρέχει ένα ισχυρό κίνητρο στον καταδικασθέντα να σωφρονιστεί, δίνοντας του μία ευκαιρία που εμφανίζεται ως η χρυσή γέφυρα- κίνητρο μεταξύ της καταδικαστέας πράξης και της ομαλής επανένταξης του στην κοινωνία μετά τον εγκλεισμό του. Στο άρθρο 105Β του νέου Ποινικού Κώδικα προβλέπεται ότι ο καταδικασθείς καταρχήν δικαιούται την υφ’ όρων απόλυση, η οποία τίθεται υπό την κρίση δικαστικού συμβουλίου, που ναι μεν δεν δεσμεύεται να την δεχτεί υποχρεωτικά καθώς δύναται να την απορρίψει με το σκεπτικό ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος κατά τη διάρκεια της κράτησής του δεν αποδεικνύει σωφρονισμό, στην πράξη, όμως, η χορήγηση φαίνεται να αποτελεί κανόνα. Η ελάχιστη έκτιση που προβλέπεται είναι σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης τα 3/5 της ποινής και σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης η παραμονή στο κατάστημα για τουλάχιστον 20 έτη.

Ναι, υπάρχουν θεσμοί που λειτουργούν ευεργετικά στον ανωτέρω υπολογισμό της ποινής όπως είναι η εργασία, τα σχολεία δεύτερης ευκαιρίας και οι σπουδές εν γένει, η αναπηρία, η απεξάρτηση, σοβαρές ασθένειες κλπ σε καμία, όμως, περίπτωση  ο καταδικασθείς σε ισόβια κάθειρξη δεν δύναται να απολυθεί υφ’ όρων αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για τουλάχιστον δεκαέξι (16) έτη πραγματικής έκτισης. Στα ανωτέρω δεν υπολογίζονται οι προσαυξήσεις από τυχόν επιπλέον καταδίκες. Ακόμα, όμως, και μετά την έγκριση της υφ’ όρων απόλυσης δεν παύει αυτοδίκαια η εκτέλεση της επιβληθείσας από το δικαστήριο ποινής αλλά ο απολυμένος εξακολουθεί να υπόκειται στην εκτέλεση της ποινής του, αφού υποβάλλεται σε δοκιμασία υπό την τήρηση όρων και μόνο αν παρέλθει το διάστημα της δοκιμασίας θεωρείται ότι η ποινή εκτίθηκε, ενώ στην περίπτωση της ισόβιας κάθειρξης αυτό το διάστημα είναι δέκα (10) έτη.

Πρόκειται για έναν θεσμό ενδεικτικό των επιδιώξεων μας ως κοινωνίας δια της επιβολής της ποινής, ήτοι πρόληψη, τιμωρία και σωφρονισμό και όχι ανταπόδοση και εκδίκηση. Ένα δημοκρατικό κράτος οφείλει να σωφρονίζει και όχι να εκδικείται. Οφείλει να μην υιοθετεί τις απαρχαιωμένες και λαϊκίστικες λογικές του λιθοβολισμού ή του απαγχονισμού.

Την ίδια ώρα η Πολιτεία, ως το μόνο αρμόδιο όργανο που εγγυάται την απόδοση δικαιοσύνης, οφείλει να σταθεί στο ύψος της και να αφουγκραστεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα, μακριά από σπασμωδικές κινήσεις και λαϊκισμούς. Ο αρμόδιος καθ’ ύλην Υπουργός επιχειρώντας να μην φανεί ανάλγητος και απομακρυσμένος από τον λαό με μια υπερβολική και αδικαιολόγητα ενοχική στάση, σκοπεύει να διαπράξει ένα λάθος, αφού η αυστηροποίηση της υφ’ όρων απόλυσης και η οιωνεί κατάργηση του θεσμού εκτός των ισχυρών δογματικών προβληματισμών που θα προκαλέσει θα έχει ως άμεσο και αναπόδραστο αποτέλεσμα την αναγκαστική νομοθέτηση ενός νέου αποσυμφορητικού νόμου με πολύ πιο καταστροφικά αποτελέσματα (βλ. ν. Παρασκευόπουλου).

Το δεύτερο ζήτημα που τίθεται είναι η κατάργηση της διαζευκτικής πρόβλεψης της πρόσκαιρης κάθειρξης σε αδικήματα που προέβλεπαν μόνο ισόβια κάθειρξη, όπως αυτή τυποποιήθηκε με τον νέο Ποινικό Κώδικα. Πρόκειται για μια ορθή τροποποίηση του νέου Ποινικού Κώδικα που αποτέλεσε προιόν χρόνιου προβληματισμού και επιστημονικής μελέτης κατόπιν αδιεξόδων που παρατηρήθηκαν στην πράξη σε περιπτώσεις που δεν ενείχαν την ίδια εγκληματική απαξία με άλλα εγκλήματα ίδιου χαρακτηρισμού.

Είναι τουλάχιστον πρόχειρο να συζητάμε για «προβληματική» διάταξη κρίνοντας την αποκλειστικά στα στενά όρια αξιολόγησης ενός ειδεχθούς εγκλήματος, θεωρώντας (εσφαλμένα) πως όλες οι ανθρωποκτονίες είναι ίδιες. Η εν λόγω τροποποίηση έλαβε χώρα για να δίνει τη δυνατότητα στον εκάστοτε εφαρμοστή του δικαίου να ελιχθεί σε εγκλήματα που δεν παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά και δεν τελέστηκαν υπό τις ίδιες συνθήκες. Δεν είναι όλες οι ανθρωποκτονίες ειδεχθείς.

Άλλωστε, η δυνατότητα που παρέχει ο νόμος στο Δικαστή να επιβάλλει την ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης στον δράστη ανθρωποκτονίας δεν σημαίνει ότι είναι υποχρεωμένος να το κάνει. Μετά την απόφαση περί ενοχής ο δικαστής καλείται βάση του α. 79 ΠΚ να εκτιμήσει τη βλάβη, τη φύση, το είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος, τις γενικότερες περιστάσεις του εγκλήματος, τον βαθμό της ενοχής του κατηγορουμένου, την ιδιαίτερη σκληρότητα, τη δυνατότητα προστασίας του θύματος κλπ. και στη βάση των ανωτέρω να επιβάλλει μια δίκαιη και ανάλογη τιμωρία του εγκλήματος.

Η απαίτηση για κατάργηση της διαζευτικότητας φανερώνει έλλειμα εμπιστοσύνης στον εφαρμοστή του δικαίου, γεγονός που συνιστά ακραία μορφή λαϊκισμού και ταύτισης με την λανθασμένη εντύπωση που τρέφουν πολλοί πολίτες για την Δικαιοσύνη. Ενδεικτικά, αναρωτιέμαι αν αυτοί που τάσσονται υπέρ αμφότερων των αυστηρών λύσεων, θα επέβαλλαν την ίδια ποινή στους δράστες του αποτρόπαιου εγκλήματος των Γλυκών Νερών και του 64χρονου που διέπραξε ανθρωποκτονία τετελεσμένη και σε απόπειρα σε βάρος δύο ρομά που εισήλθαν στο σπίτι του για να τον ληστέψουν.

Αν ο επιζών σύζυγος στα Γλυκά Νερά καταδίωκε και σκότωνε τον δράστη της ληστείας και της ανθρωποκτονίας με ποιο τρόπο θα διαφοροποιούνταν η ποινική του μεταχείριση από τον θύτη της γυναίκας του; Δεν χρειάζεται ούτε αυστηροποίηση της επαπειλούμενης ποινής καθώς είναι ήδη η έσχατη, ούτε φυσικά αυστηροποίηση και οιωνεί κατάργηση του θεσμού της υφ’ όρων απόλυσης.

Αυτό που χρειάζεται είναι η ενίσχυση των σωφρονιστικών δομών ποιοτικά και ποσοτικά, η δίκαιη και ανάλογη εξατομίκευση των επαπειλούμενων ποινών στο πλαίσιο του α. 79 ΠΚ, η πραγματική έκτιση της ποινής, η πιο αυστηρή πειθαρχική αξιολόγηση των κρατουμένων και φυσικά η τροποποίηση του α. 106 ΠΚ με την αυστηροποίηση της διαδικασίας χορήγησης της υφ όρων απόλυσης όχι δια της αύξησης των ελάχιστων χρονικών διαστημάτων αλλά με την κατάργηση της επί της ουσίας αυτοδίκαιης χορήγησης της υφ όρων απόλυσης μόνο με τη συμπλήρωση του ελάχιστου απαιτούμενου χρονικού διαστήματος κράτησης.

Είναι αυτονόητη η υποχρέωση της Πολιτείας όταν διαπιστώνει νομικές αστοχίες να τις διορθώνει και να νομοθετεί με ορθολογικό, επιστημονικά τεκμηριωμένο και νομικά άρτιο τρόπο, χωρίς, όμως, να διακινδυνεύει κεκτημένα χρόνων, δημοκρατικών αγώνων και κατακτήσεις του σύγχρονου νομικού πολιτισμού.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ